- ανακάθισμα
- το, -ατοςτο να ανακαθίσει κανείς: Το ανακάθισμα τον ξεκούρασε κάπως.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανακάθισμα — το [ανακαθίζω] η ανακάθιση … Dictionary of Greek
ανακαθίζω — (Α ἀνακαθίζω) Ι. (μτβ.) 1. ανασηκώνω κάποιον που είναι ξαπλωμένος, ώστε να καθήσει με τον κορμό όρθιο και τα πόδια απλωμένα 2. (για πρόσωπα και ζώα) ανατρέφω, εκτρέφω 3. ανασηκώνω τον σάκο που γεμίζω και τόν χτυπώ στο έδαφος, για να κατακαθίσει… … Dictionary of Greek